- τριηριτικός
- τρῐηρ-ῑτικός, ή, όν,A of or like a trireme,
ὑποζώματα IG22.1629.70
,100,134: forτριηρετικὰ σκεύη App.Praef.10
, Pun.96, and-ρετικοὶ φάσηλοι Id.BC 5.95
, τριηριτ- shd. be read.
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
ὑποζώματα IG22.1629.70
,100,134: forτριηρετικὰ σκεύη App.Praef.10
, Pun.96, and-ρετικοὶ φάσηλοι Id.BC 5.95
, τριηριτ- shd. be read.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
τριηριτικός — και, εσφ. γρφ., τριηρετικός, ή, όν, Α [τριήρης] αυτός που ανήκει σε τριήρη ή αυτός που μοιάζει με τριήρη («τριηριτικὰ σκεύη», Αππ.) … Dictionary of Greek
τριηριτικά — τριηριτικός of neut nom/voc/acc pl τριηριτικά̱ , τριηριτικός of fem nom/voc/acc dual τριηριτικά̱ , τριηριτικός of fem nom/voc sg (doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
τριηριτικαῖς — τριηριτικός of fem dat pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
τριηριτικοῖς — τριηριτικός of masc/neut dat pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
τριηρετικός — ή, όν, Α (εσφ. γρφ.) βλ. τριηριτικός … Dictionary of Greek